μεθόριος
Смотреть что такое "μεθόριος" в других словарях:
μεθόριος — lying between as a boundary masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθόριος — α, ο, θηλ. και ος (ΑM μεθόριος, ον, Α θηλ. και ία) 1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ορίων, αυτός που αποτελεί το όριο, το σύνορο δύο χωρών ή επικρατειών (α. «ἡ δὲ Θυρεᾱτις γῆ μεθορία τῆς Ἀργείας καὶ Λακωνικῆς ἐστιν», Θουκ. β. «μεθόριος γραμμή»)… … Dictionary of Greek
μεθόριος — α, ο εκείνος που βρίσκεται στα σύνορα, ο συνοριακός. η ίου, τα όρια δύο κρατών, τα σύνορα: Η μεθόριος χωρίζει τα δύο κράτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεθορίων — μεθόριος lying between as a boundary fem gen pl μεθόριος lying between as a boundary masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθόριον — μεθόριος lying between as a boundary masc acc sg μεθόριος lying between as a boundary neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθορίαις — μεθόριος lying between as a boundary fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθορίοις — μεθόριος lying between as a boundary masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθορίου — μεθόριος lying between as a boundary masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθορίους — μεθόριος lying between as a boundary masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθορίῳ — μεθόριος lying between as a boundary masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθόρια — μεθόριος lying between as a boundary neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)